Πώς μπορεί η ζωντανή αφήγηση να ανά-μαγέψει τον φυσικό κόσμο στην ηλεκτρονική εποχή;[1]
Άντονι Νάνσον
Περίληψη
Σημαντικό θέμα για την διαχείριση της διατήρησης της φύσης, στην εποχή της παγκόσμιας οικολογικής κρίσης στην οποία ζούμε, είναι οι άνθρωποι να νοιάζονται επαρκώς για τα άγρια πλάσματα και τα τοπία ενεργώντας έτσι ώστε να συμβάλουν στην διαιώνισή τους. Σε έναν κόσμο αυξητικά αστικοποιημένο και τεχνολογικά εξαρτημένο, οι άνθρωποι απομονώνονται μάλλον τόσο πολύ από την φύση, ώστε είναι συναισθηματικά διαρκώς επιλήσμονες της συνεχούς καταστροφής της. Ο υλιστικός μοντερνισμός έχει διαλύσει τις παραδοσιακές έννοιες της φύσης ως το «μαγεμένο» πεδίο των στοιχειωδών, πατρογονικών και υπερφυσικών όντων. Αν και δεν είναι εφικτό ούτε επιθυμητό να επανέλθουμε στον προ-επιστημονικό τρόπο σκέψης του παρελθόντος, μία τέτοια παραδοσιακή οπτική διάσταση μπορεί να εμπνεύσει τους καλλιτέχνες και τους εκπαιδευτικούς για να συλλογιστούν πως θα μπορέσουν να «προσελκύσουν ξανά» την αντίληψη του κόσμου για τα άγρια πλάσματα και τοπία ώστε να τα εκτιμήσουν με έναν τρόπο πιο ανυπόκριτο. Χρησιμοποιώντας παραδείγματα από σχετικές ιστορίες και με αναφορά σε Βρετανικά και Ελληνικά πλαίσια, η διάλεξη αυτή εξετάζει τέσσερα εννοιολογικά στάδια με τα οποία η προφορική αφήγηση μπορεί να συνεισφέρει σε μια τέτοια επαναπροσέγγιση της φύσης: α) Ενεργοποιώντας την φαντασία με σκοπό την συναισθηματική ταύτιση με αυτό που είναι το «άλλο» β) Καλλιεργώντας το αίσθημα επαφής με αυτό που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, γ) Προσδίδοντας σημασία σε μέρη και πλάσματα που το καθένα έχει να πει την δική του ιστορία, και δ) Επικαλούμενη την εμπειρία της φύσης ως ιερή. Εγκύπτοντας στις ανάγκες της τωρινής ιστορικής συγκυρίας, η «οικοβαρδική» αυτή μελέτη απαιτεί την ανάπτυξη ενός καινοτόμου ρεπερτορίου από τις πηγές της παράδοσης και της ιστορίας. Απαιτεί, επίσης, την δημιουργική σύνθεση μεταξύ του ανταγωνιστικού λόγου της επιστήμης και του μύθου και ανάμεσα στο αληθινό και στο φανταστικό. Η επίγνωση της θνητότητας του ανθρώπου, ενώπιον της τρομακτικής και μακροπρόθεσμης πρόκλησης της παγκόσμιας οικολογικής κρίσης, μπορεί να υπονομεύσει την φιλοδοξία υπεράσπισης της φύσης˙ σε αυτό, η «μυθοποιία» του Τόλκιεν προσφέρει την δυνατότητα ελπίδας εκεί όπου η απλή λογική εμφανίζεται ανίσχυρη.
Εισαγωγή
Ιστορικά, και ιδιαίτερα από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά, η πρόοδος της ανθρωπότητας έχει προχωρήσει εις βάρος του υπόλοιπου φυσικού κόσμου. Όσο οι ανθρώπινοι πληθυσμοί διογκώνονται, καταλαμβάνουν εκτάσεις και εκμεταλλεύονται φυσικούς πόρους, τόσο οι πληθυσμοί άλλων ειδών τείνουν να μειώνονται, κάποιοι μέχρι την πλήρη εξαφάνισή τους, και το ζωντανό περιβάλλον μεταμορφώνεται σε μια έρημο από τσιμέντο, άσφαλτο, μονοκαλλιέργειες και γυμνή γη. Στην Αγγλία, όπου ξεκίνησε η βιομηχανική επανάσταση, η διαδικασία αυτή συνεχίζεται, παρά την ύπαρξη ενός ακμαίου κινήματος προστασίας του περιβάλλοντος: η εντατικοποίηση της γεωργικής καλλιέργειας κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει μειώσει στο μισό τους πληθυσμούς πολλών ειδών πουλιών.[i] Κάποιοι θα αναρωτηθούν κατά πόσον τέτοια ζητήματα έχουν σημασία. Τα ανθρώπινα συμφέροντα δεν είναι πιο σημαντικά από τα μη ανθρώπινα; Η οικονομία δεν υπερισχύει της οικολογίας; Η διατήρηση των άγριων πλασμάτων και τοπίων δεν αποτελεί απλώς μια προτίμηση των αργόσχολων, προνομιούχων τάξεων, επηρεασμένων από τον ρομαντισμό του 19ου αιώνα; Δεν πρόκειται εδώ να αναλάβω να αντικρούσω αυτά τα επιχειρήματα. Θα θεωρήσω δεδομένο ότι η ζωτική προτεραιότητα της διατήρησης της «φύσης» μπορεί να υποστηριχθεί με πειστικά επιχειρήματα σε πολλαπλές βάσεις: ότι η ανθρώπινη ύπαρξη εξαρτάται από ένα σύνθετο, αλληλένδετο οικοσύστημα, ότι η φύση τρέφει την ψυχική μας ευεξία, ότι είναι εν γένει όμορφη και ενδιαφέρουσα, ότι τα μη ανθρώπινα πλάσματα έχουν κι αυτά το δικαίωμα της ύπαρξης, ότι η φύση είναι ένα θείο δημιούργημα, ότι οι παραδοσιακές υποθέσεις πως τα αγαθά της φύσης είναι ανεξάντλητα ακυρώνονται από τη σημερινή παγκόσμια οικολογική κρίση.
Στο βιβλίο μου Αφήγηση και Οικολογία (Storytelling and Ecology), εξέτασα τους πολλούς διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους η προφορική αφήγηση μπορεί να αλληλεπιδρά με τις οικολογικές ανησυχίες.[ii] Εδώ, θα ασχοληθώ με το ειδικότερο ερώτημα του πώς η αφήγηση μπορεί να υποθάλψει την αγάπη για τη φύση. Διότι, ασφαλώς, οι άνθρωποι θα πρέπει πρώτα να νοιαστούν για την ευημερία της φύσης, προτού προθυμοποιηθούν να πληρώσουν το κόστος για να την προστατέψουν. Αντλώντας έμπνευση από το «μάγεμα» της φύσης στις παραδοσιακές κουλτούρες, θα εξετάσω – όσον αφορά την εμπάθεια, τη σύνδεση, τη σημαντικότητα και την ιερότητα – πώς η αφήγηση μπορεί να βοηθήσει να «ανά-μαγευτούν» οι ανθρώπινες αντιλήψεις για τα άγρια ζώα και τοπία. Στη συνέχεια, θα υποβάλλω την παραπάνω τοποθέτηση σε σκληρή, ρεαλιστική αμφισβήτηση, η οποία, παραδόξως, προσκαλεί μια μεταφυσική απάντηση, στην οποία η μυθική φαντασία παίζει έναν καίριο ρόλο.
Αποξένωση
Ο όρος «φύση» είναι προβληματικός, καθώς η ίδια η αντίληψη ότι η φύση και η κουλτούρα είναι δύο διαφορετικά και αντίθετα πράγματα αποτελεί τη ρίζα της οικολογικής κρίσης. Χάριν της συζήτησης θα χρησιμοποιώ τη λέξη «φύση» για να αναφερθώ συλλογικά στην οικολογία των άγριων πλασμάτων, έμβιων και μη, που μπορούν μεν να ακμάσουν ανεξάρτητα από τους ανθρώπους, αλλά στην πράξη συχνά συνυπάρχουν με την ανθρώπινη δραστηριότητα. Οι επικρίσεις της περιβαλλοντολογίας που κατέγραψα παραπάνω μπορεί να υποδηλώνουν μια αντίθεση ανάμεσα σε αμοιβαία αποκλειόμενες εναλλακτικές: πολιτισμός ή φύση, ανθρώπινο ή μη ανθρώπινο. Για παράδειγμα, η Ζάκυνθος έχει υπάρξει το πεδίο μετωπικών συγκρούσεων ανάμεσα σε περιβαλλοντολόγους, αποφασισμένους να προστατέψουν τις φωλιές των υπό εξαφάνιση χελωνών caretta-caretta, και σε ντόπιους κατοίκους, εξαγριωμένους από τον επακόλουθο περιορισμό της ανάπτυξης.[iii] Στην Αγγλία, οι προστατευόμενες φυσικές περιοχές, όπου η οικιστική ανάπτυξη υπόκειται σε περιορισμούς, είναι σαφώς διαχωρισμένες από τις ζώνες που έχουν καθοριστεί για κατοικίες ή για καλλιέργειες, όπου η φύση τείνει να καταστρέφεται.[iv] Προκειμένου να έρθουν σε ευρύτερη επαφή με τον φυσικό κόσμο, πέρα από τα οπορτουνιστικά είδη που καταφέρνουν να επιβιώνουν σε αστικές περιοχές, οι κάτοικοι των πόλεων πρέπει να ταξιδέψουν σε προστατευόμενες ή απομακρυσμένες περιοχές, όπου η βιοποικιλότητα της φύσης ανθεί ελεύθερα. Τα παιδιά, επειδή δεν έχουν τη δυνατότητα απλά να τρέχουν και να παίζουν στα χωράφια, αντί αυτού βλέπουν τηλεόραση.
Θεωρώ ότι, προκειμένου να προχωρήσουμε στο μέλλον, είναι απαραίτητο να συμβιβάσουμε αυτή την αντίθεση ανάμεσα στη φύση και την κουλτούρα στη σκέψη μας, στην καρδιά μας, στον τρόπο με τον οποίο κατοικούμε τη γη. Το μυθικό ειδύλλιο της «Αρκαδίας» μας προσφέρει ένα ιδεατό όραμα της κοινής άνθισης ανθρώπων και φύσης, στο ίδιο τοπίο. Το κατά πόσον μια τέτοια οικοτοπία[v] υπήρξε ποτέ πραγματικά είναι θέμα ερμηνείας και τελικά άνευ σημασίας. Απέχει μακράν από τη μαχητική συμπεριφορά ενάντια στη φύση, την οποία ο Δημήτριος Θεοδοσόπουλος παρατηρεί στους Ζακυνθινούς που αγωνίζονται ενάντια σε ζιζάνια, αρρώστιες και κλιματικές συνθήκες, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζην από τη γη τους.[vi] Κάποιοι αποδίδουν αυτόν τον ανταγωνισμό στον ιστορικό ισχυρισμό του Χριστιανισμού για την επικυριαρχία του ανθρώπου επί του φυσικού κόσμου.[vii] Ο Ντέηβιντ Άμπραμ εντοπίζει την αποξένωση του Δυτικού κόσμου από τη γη στην Ελληνική εφεύρεση του αλφαβήτου, που διαχώρισε τη σκέψη από την αισθητική πραγματικότητα.[viii] Άλλοι ανατρέχουν στην άνοδο της οργανωμένης γεωργίας, η οποία κατέστησε την άγρια ελευθερία των προγονικών κυνηγών-συλλεκτών μια απλή μνήμη μιας «χρυσής εποχής», ως έναν «κρίκο στη μακρά αλυσίδα της δημιουργίας».[ix]
Ανακαλύπτουμε, λοιπόν, μια οικοτοπία ως άλλη Εδέμ, στις κοινωνίες των κυνηγών-συλλεκτών; Ο Κόλιν Τέρνμπουλ παρατήρησε στους Μπούτι μια βαθιά αγάπη για το Δάσος Ιτούρι[x], όπου κατοικούν, και μάλιστα μια μορφή λατρείας, αλλά παράλληλα τους παρατήρησε να περιγελούν άκαρδα τα ζώα που είχαν χτυπήσει με τις λόγχες τους.[xi] Ο μύθος τους ευγενούς αγρίου, αν και κάποιες φορές είναι πιο αληθινός απ’ ότι αναγνωρίζουν οι σκεπτικιστές, ωστόσο ποτέ δεν έχει υπάρξει τέλεια αληθινός. Η κυνηγετική ζωή των Εσκιμώων συνεπάγεται πολλή κακουχία και φόβο, όπως παρατηρεί ο Μπάρυ Λόπεζ:
Φοβούνται, επειδή αποδέχονται πλήρως το βίαιο και το τραγικό στη φύση. Είναι ένας φόβος συνδεδεμένος με τη γνώση ότι τα αναπάντεχα, κατακλυσμιαία γεγονότα αποτελούν εξίσου μέρος της ζωής, μέρος του να ζει κανείς πραγματικά, όσο και οι στιγμές όπου κανείς στέκεται και αγναντεύει κάτι όμορφο.[xii]
Η ισχύς πάνω στη φύση που η τεχνολογία έχει δώσει στον σύγχρονο πολιτισμό αποτελεί σοβαρή απειλή για το οικοσύστημα, αλλά ταυτόχρονα μας παρέχει τη δυνατότητα, εάν το επιλέξουμε, να εργαστούμε προς νέους τρόπους συμμετοχής στις σύνθετες ισορροπίες της φύσης. Οι ρομαντικές, περιβαλλοντικές, δημιουργικές-πνευματιστικές[xiii] και νέο-παγανιστικές ευαισθησίες, επειδή επεκτείνουν το εύρος της ευσπλαχνίας για τον «άλλο» έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνει και το μη ανθρώπινο, μπορεί δυνητικά τόσο να διευκολύνουν την άνθηση της φύσης, όσο και να ενισχύουν τη χαρά της ανθρώπινης ύπαρξης.
Μαγεία
Οι παραδοσιακές κοινωνίες έχουν τη αντίληψη ότι το φυσικό τοπίο διαπνέεται και παίρνει ζωή από ένα συνεκτεινόμενο μυθικό τοπίο που αποτελείται από ιστορίες, τραγούδια, πνεύματα και άλλα στοιχεία αυτού που εγώ αποκαλώ «μαγεία». Ο Λώρι Λη γράφει για τη κοιλάδα του Γκλόστερ, όπου μεγάλωσε τη δεκαετία του 1920:
Υπήρχαν φαντάσματα στις πέτρες, στα δέντρα, στους τοίχους και κάθε χωράφι και λόφος είχε αρκετά. Οι γηραιότεροι γνώριζαν αυτά τα πράγματα και αναφέρονταν σε αυτά με προσωπικούς όρους, και υπήρχαν ορισμένα ορόσημα στην κοιλάδα – σύδεντρα, γωνιές μέσα στο δάσος – που έφεραν ξεχωριστά, αρχαία, μισό-ψιθυρισμένα ονόματα που ήταν σαφώς προ-Χριστιανικά.[xiv]
Αυτή η μαγεία της φύσης μας χαρίζει τη συνειδητοποίηση ότι τα αναγκαία προς το ζην εξαρτώνται από τη γονιμότητα της φύσης, καθώς και τη γνώση του πώς να εξάγουμε τους πόρους της χωρίς να τους εξαντλούμε. Μας εμπνέει τον φόβο για τη δύναμη που έχει η φύση να κάνει κακό, μας ξυπνά την ανάμνηση του τόπου όπου οι πρόγονοί μας έζησαν και ενταφιάστηκαν. Η μαγεία της φύσης μας χαρίζει έναν ηθικό χάρτη, σχεδιασμένο πάνω σε τόπους και πλάσματα – μας δίνει την κοινωνία με το θεϊκό στοιχείο.
Ιστορικά, τέτοιες αντιλήψεις απορρίπτονταν ως δεισιδαιμονίες, από τις οποίες οι άνθρωποι μπορούσαν να ελευθερωθούν διαμέσου της Χριστιανικής – και αργότερα, της υλιστικής – «αλήθειας». «Τα πνεύματα μέσα στα φυσικά όντα, τα οποία παλιότερα προστάτευαν τη φύση από τον άνθρωπο, έχουν εξανεμιστεί,» λέει η Λυν Ουάιτ. «Το ουσιαστικό μονοπώλιο του πνεύματος από τον άνθρωπο σε αυτόν τον κόσμο επιβεβαιώθηκε και οι παλιές αναστολές ως προς την εκμετάλλευση της φύσης κατέρρευσαν.»[xv] Η παλίρροια του εκσυγχρονισμού εξάλειψε τη μαγεία της φύσης, την ίδια στιγμή που εξάλειψε και μεγάλο μέρος της ίδιας της φύσης.
Όταν περιγράφω τη φύση ως «μαγεμένη», έχω στο νου μου τη χρήση του όρου «μαγεία» από τον Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, για να δηλώσει τη δημιουργία, από έναν μυθοπλάστη[xvi], ενός «δευτερεύοντος κόσμου» που με ευφάνταστο τρόπο αντικατοπτρίζει αλήθειες για τον «πρωτεύοντα κόσμο» όπου κατοικούμε.[xvii] Το μυθικό τοπίο δεν προσφέρεται για επιστημονική παρακολούθηση. Υφίσταται στη φαντασία. Η «αλήθεια» που μεσιτεύει δεν είναι ίδια με την επαληθεύσιμη, λογική «αλήθεια». Ωστόσο, εάν μια τέτοια μαγεία οδηγούσε στον σεβασμό για τη φύση στις παραδοσιακές κοινωνίες, δεν είναι πιθανόν ένα «ανά-μάγεμα» της φύσης να βοηθήσει να προκληθεί περισσότερος τέτοιος σεβασμός σήμερα; Όχι για να ανακατασκευαστεί η νοοτροπία παλαιότερων κοινωνιών. Όχι για να εγκαταλειφθεί η επιστημονική κατανόηση που έχει απελευθερώσει τους ανθρώπους από άσκοπους φόβους και επιζήμια άγνοια. Όχι για να διατηρηθεί η προσκόλληση σε μη λογικά συστήματα πεποιθήσεων που θεωρούνται αναμφισβήτητη αλήθεια. Εγώ εννοώ ένα ανά-μάγεμα της φύσης μέσα στο πλαίσιο αυτού που αναγνωρίζουμε ως φανταστικό τόπο – του αφηγητή, του ακροατή, της συλλογικής φαντασίας των ανθρώπων που μοιράζονται κοινές ιστορίες και κοινή γη – αλλά και που επίσης διαμορφώνει το ποιοι είμαστε και σε τι δίνουμε αξία.
Εξετάζοντας το πώς η αφήγηση μπορεί να βοηθήσει στο ανά-μάγεμα της φύσης, θα ασχοληθώ τόσο με το περιεχόμενο των ιστοριών που επιλέγουμε να διηγηθούμε, όσο και με τη διαδικασία της αφήγησης ως δραστηριότητας. Για να αποφευχθεί η εντύπωση ότι αυτό είναι ένα προχωρημένο σεμινάριο στις τεχνικές πλύσης εγκεφάλου, επιτρέψτε μου να αναγνωρίσω ότι ναι, η προώθηση του σεβασμού για τη φύση είναι εν μέρει μια πολιτική αποστολή και ναι, θα μπορούσε κανείς να προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει την αφήγηση με έναν κυνικά χειριστικό τρόπο. Αλλά είναι και μια αποστολή σχέσης, και τα μέσα πρέπει να είναι σε αρμονία με τους σκοπούς: εάν ο στόχος μας είναι να καλλιεργήσουμε σχέσεις μεγαλύτερου σεβασμού με κάτι άλλο – τη μη ανθρώπινη φύση – τότε οι αφηγήσεις μας πρέπει να σέβονται τον άλλο – τον ακροατή – ως αυτόνομο ον, του οποίου η φαντασία θα ανταποκριθεί με τρόπους που εμείς δεν μπορούμε να προσδοκούμε ότι θα ελέγξουμε. Αν η αφήγηση λαμβάνει χώρα σε εξωτερικούς χώρους, στη φύση, τότε πρέπει να σεβόμαστε και την αυτόνομη ικανότητα της φύσης να συνεισφέρει στη συνολική εμπειρία με απρόσμενους τρόπους.
Έτσι λοιπόν, επιτρέψτε μου να σας πω μια ιστορία…
Ενσυναίσθηση
Στο υπόγειο ενός μουσείου στο Μπαθ είδα κάποτε, μέσα σε μια γυάλινη βιτρίνα, ένα βαλσαμωμένο πουλί που ήταν περίπου τόσο σε μέγεθος, με εντυπωσιακό φτέρωμα – μπλε στην πλάτη και κόκκινο του κρασιού στο στήθος. Η λεζάντα έγραφε ότι το πουλί αυτό προερχόταν από τα ανατολικά δάση της Βορείου Αμερικής. Το όνομά του ήταν Ectopistes migratorius, γνωστό και ως «μεταναστευτικό περιστέρι».
Τώρα, το μεταναστευτικό περιστέρι ήταν κάποτε το πιο πολυπληθές πουλί στη γη. Περίπου σαράντα τις εκατό όλων των πουλιών στη Βόρεια Αμερική ήταν μεταναστευτικά περιστέρια. Οι πρώτοι Ευρωπαίοι άποικοι είχαν εντυπωσιαστεί από τα τεράστια σμήνη, εκατοντάδες χιλιόμετρα μήκος, που αποτελούνταν από χιλιάδες εκατομμύρια πουλιά. Ο φυσιοδίφης Τζον Τζέιμς Όντουμπον είδε ένα τέτοιο σμήνος το 1813. Είπε ότι ο ουρανός ήταν κυριολεκτικά γεμάτος πουλιά και ο μεσημεριανός ήλιος είχε σκοτεινιάσει, σαν να γινόταν έκλειψη. Οι κουτσουλιές έπεφταν από τον ουρανό σαν χιόνι και ο θόρυβος από τα φτερά τους κατέκλυσε το νου του. Τόλμησε να μπει σε ένα δάσος όπου τα πουλιά είχαν τις φωλιές τους. Η μυρωδιά εκεί μέσα ήταν απίστευτη και οι κουτσουλιές σχημάτιζαν τόσο βαθύ στρώμα στο έδαφος που αρχικά νόμιζε ότι ήταν χιόνι. Όταν τα πουλιά επέστρεψαν στις φωλιές τους, ο ήχος που έκαναν καθώς προσγειώνονταν στα δέντρα ήταν σαν κεραυνός, οι κραυγές τους σαν καμπάνες και κλαδιά έσπαγαν, ολόκληρα δέντρα κατέρρεαν, κάτω από το βάρος τόσων πολλών πουλιών.
Οι ιθαγενείς λαοί πάντοτε κυνηγούσαν το μεταναστευτικό περιστέρι. Το κρέας του ήταν νόστιμο και τα πουλιά ήταν εύκολο θήραμα: μπορούσες απλώς να τα χτυπήσεις με ένα κοντάρι. Αλλά για τους Ευρωπαίους αποίκους, που αγωνίζονταν να επιβιώσουν σε μια νέα γη, τα μεταναστευτικά περιστέρα ήταν σαν μάννα εξ ουρανού. Τα σκότωναν για τροφή. Τα σκότωναν για διασκέδαση. Οργάνωναν μαζικά κυνήγια, και στη συνέχεια ο κάθε άνδρας έπαιρνε όσα νεκρά πουλιά ήθελε και τα υπόλοιπα τα άφηναν για τα γουρούνια.
Μετά από το 1800, η βιομηχανική επανάσταση προχωρούσε και στις ταχεία αναπτυσσόμενες πόλεις δημιουργήθηκε μια επικερδής αγορά για θηράματα. Το μεταναστευτικό περιστέρι έγινε λιχουδιά της μόδας. Το κυνήγι του εμπορευματοποιήθηκε και μηχανοποιήθηκε. Τα πουλιά σκοτώνονταν με όπλα, δίχτυα, φωτιά, με κόψιμο δέντρων, ακόμη και με μια πρωτόγονη μορφή πολυβόλου. Οι νέοι σιδηρόδρομοι χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά των νεκρών πουλιών στις αγορές και ο τηλέγραφος έφερνε τις τελευταίες πληροφορίες, για να βοηθήσει τους κυνηγούς να εντοπίσουν τα σμήνη.
Την περίοδο αυτή σκοτώθηκαν τεράστιοι αριθμοί από μεταναστευτικά περιστέρια. Μέσα σε έναν χρόνο, χίλια εκατομμύρια πουλιά σκοτώθηκαν μόνο στην πολιτεία του Μίσιγκαν. Οι ιθαγενείς διαμαρτυρήθηκαν για το μέγεθος της σφαγής, αλλά αγνοήθηκαν. Οι άνθρωποι έλεγαν ότι τα μεταναστευτικά περιστέρια δεν χρειάζονταν καμία νομική προστασία – γιατί ήταν τόσο πολυάριθμα.
Όμως είχαν αρχίσει να μην είναι τόσο πολυάριθμα. Πέρα από το εξοντωτικό κυνήγι, η ταχεία εκδάσωση για τη δημιουργία καλλιεργήσιμων εκτάσεων κατέστρεφε τη φυσική τροφή τους, που αποτελούνταν από κάρυα οξιάς και βελανίδια. Το 1878, το τελευταίο πραγματικά μεγάλο σμήνος από χίλια εκατομμύρια μεταναστευτικά περιστέρια φώλιαζε κοντά στο Πετόσκυ, της πολιτείας του Μίσιγκαν. Οι κυνηγοί ήρθαν – και κατέστρεψαν το σμήνος. Μέσα σε έναν μήνα πήραν τριακόσιους τόνους περιστέρια. Κάθε ημέρα εκείνου του μήνα υπήρχαν πέντε φορτηγά αυτοκίνητα φορτωμένα με τα κουφάρια των περιστεριών.
Τώρα τα μεταναστευτικά περιστέρια είχαν πραγματικά προβλήματα. Ο πληθυσμός τους διασπάστηκε και μειώθηκε. Ο κύκλος αναπαραγωγής τους διακόπηκε. Οι φωλιές τους καταστράφηκαν. Κάθε ζευγάρι πουλιών μπορούσε να αναπαράγει μόνο ένα νέο πουλί τον χρόνο. Απλά δεν προλάβαιναν να αναπαραχθούν αρκετά γρήγορα ώστε να καλύψουν τις απώλειές τους.
Το τελευταίο σμήνος κάποιου μεγέθους – 250.000 πουλιά – φώλιαζε σε ένα δάσος στον Πράσινο Ποταμό, στο Οχάιο, το 1896. Οι κυνηγοί ειδοποιήθηκαν για την ύπαρξή του με τον τηλέγραφο. Ήρθαν από κάθε κατεύθυνση με τον σιδηρόδρομο και συγκεντρώθηκαν σε εκείνο το δάσος – και εξάλειψαν τελείως τα πουλιά. Από τις 250.000, μόλις πέντε χιλιάδες κατάφεραν να ξεφύγουν. Εκατό χιλιάδες νεογέννητα πουλάκια, που δεν είχαν καμία εμπορική αξία για τους κυνηγούς, αφέθηκαν βορά των αρπακτικών. Τα κουφάρια των ενήλικων πουλιών φορτώθηκαν σε ένα φορτηγό τραίνο και στάλθηκαν στην αγορά. Αλλά ένας εκτροχιασμός λίγο παρακάτω ανάγκασε το τραίνο να σταματήσει. Κάτω από τον ζεστό ήλιο, τα κουφάρια που ήταν στοιβαγμένα στα βαγόνια σύντομα άρχισαν να σαπίζουν. Ολόκληρο το φορτίο αχρηστεύτηκε και πετάχτηκε σε μια κοντινή χαράδρα.
Μετά από αυτό το περιστατικό, τα μεταναστευτικά περιστέρια εμφανίζονταν σπάνια. Το 1902 ένα σμήνος από 140 πουλιά εντοπίστηκε στο Αρκάνσας – και πυροβολήθηκε από κυνηγούς. Το 1904 ένα άλλο σμήνος εθεάθη στο Βερμόντ. Επίσης το σκότωσαν κυνηγοί. Το 1906 εμφανίστηκε ένα ακόμα πουλί στο Αρκάνσας. Το σκότωσαν. Το 1907 ένα πουλί εθεάθη στο Κεμπέκ. Και πάλι το σκότωσαν. Και εκείνη ήταν η τελευταία φορά που κανείς είδε – ή πυροβόλησε – ένα άγριο μεταναστευτικό περιστέρι.
Υπήρχαν ακόμα μερικά πουλιά σε ζωολογικούς κήπους. Αλλά δεν ζευγάρωναν καλά στην αιχμαλωσία, και ένα-ένα τα αιχμάλωτα πουλιά πέθαναν.
Μέχρι που απέμεινε μόνο ένα.
Την φώναζαν Μάρθα. Είχε γεννηθεί στον Ζωολογικό Κήπο του Σινσινάτι το 1885. Κόσμος ερχόταν από κάθε άκρη των Ηνωμένων Πολιτειών για να την δει – το τελευταίο μεταναστευτικό περιστέρι. Έζησε μέχρι την ηλικία των είκοσι εννέα ετών. Πέθανε τη 1η Σεπτεμβρίου, 1914, στη 1μ.μ. Με τον θάνατό της, το μεταναστευτικό περιστέρι, που κάποτε είχε υπάρξει το πιο πολυπληθές πουλί στη γη, εξαλείφθηκε ως είδος.[xviii]
Θα μπορούσα να είχα διηγηθεί την ουσία αυτής της ιστορίας από την οπτική γωνία της Μάρθας, ή ίσως ενός φανταστικού κυνηγού που είχε λάβει μέρος στα μεγάλα κυνήγια περιστεριών, είχε παρατηρήσει τη σταδιακή μείωση του αριθμού των πουλιών, και σε μεγάλη ηλικία επισκέφθηκε τη Μάρθα στον Ζωολογικό κήπο και μετάνιωσε για τη δική του συμμετοχή στην εξαφάνιση του είδους. Όλες αυτές θα ήταν καλές στρατηγικές, ειδικά για την αφήγηση αυτής της ιστορίας σε παιδιά, και πιθανόν να ήταν αποτελεσματικές στο να δημιουργήσουν συμπάθεια για το μεταναστευτικό περιστέρι – ολόκληρο το είδος τελικά προσωποποιημένο στον τελευταίο επιζώντα. Ωστόσο, μου αρέσει να αφηγούμαι αυτή την ιστορία με τον γυμνό, ιστορικό τρόπο που μόλις την αφηγήθηκα. Αποφεύγοντας να τη διακοσμήσω με φανταστικά στοιχεία, μπορώ να σηματοδοτήσω ότι, στον βαθμό που μπορώ να επιβεβαιώσω τα γεγονότα, διηγούμαι κάτι που πραγματικά συνέβη και που πρέπει να το θυμόμαστε. Με τον τρόπο αυτό, η ιστορία γίνεται αποδεκτή με μεγαλύτερη σοβαρότητα, ακόμη και με ταραχή, καθώς και με μια ενσυναίσθηση παρόμοια με εκείνη που ένα ακροατήριο μπορεί να επιδείκνυε ως αντίδραση σε μια ιστορία για μια θηριωδία ενάντια σε ανθρώπους.
Η διάκριση ανάμεσα στον αντίκτυπο μιας ιστορίας που παρουσιάζεται ως αληθινή και αυτόν μιας περισσότερο φανταστικής ιστορίας εγείρει δύσκολα ερωτήματα για το πόσο καλά μπορούμε να γνωρίζουμε την αλήθεια παρελθόντων γεγονότων. Αυτοί που είναι δεσμευμένοι με πάθος σε μια πίστη, ένα έθνος, μια ιδεολογία, συχνά έχουν πείσει τους εαυτούς τους ότι ορισμένες παραδοσιακές ιστορίες – που στην πραγματικότητα δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν πέραν πάσης αμφιβολίας – αποτελούν τη κυριολεκτική αλήθεια του τι πραγματικά συνέβη. Σε ένα εργαστήριο που συντόνιζα με θέμα αληθινές οικολογικές ιστορίες, δύο μαθητές διαμαρτυρήθηκαν για τον διαχωρισμό που έκανα ανάμεσα σε αληθινές ιστορίες και παραδοσιακές ιστορίες: η μία δήλωσε ότι, για την ίδια, οι αρχαίοι μύθοι είναι «εξίσου αληθινοί» με οτιδήποτε άλλο στην ιστορία, ενώ ο άλλος αμφισβήτησε το πώς μπορούσα να είμαι σίγουρος ότι τα μεταναστευτικά περιστέρια υπήρξαν πραγματικά. Ωστόσο, όταν εξήγησα το πώς η εταιρεία αφηγήσεων Fire Springs[xix] μερικές φορές ενσωματώνει μια πραγματική ιστορία μέσα σε ένα σύνολο πιο ψυχαγωγικών, παραδοσιακών ιστοριών, η πρώτη μαθήτρια είπε ότι αν της είχαν διηγηθεί μια ιστορία όπως αυτή του μεταναστευτικού περιστεριού σε ένα τέτοιο πλαίσιο, θα ένιωθε σαν να την είχαν «βιάσει». Παρ’ όλο που το σχόλιο είναι προκλητικό, επιβεβαιώνει ότι οι άνθρωποι αντιδρούν όντως διαφορετικά στην «αλήθεια» της ιστορίας και στην «αλήθεια» του μύθου – ακόμη κι εάν, τελικά, δεν μπορούμε να ορίσουμε μια σαφή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα δύο.
Τόσο οι αληθινές όσο και οι φανταστικές ιστορίες μπορούν να συνεισφέρουν, με διαφορετικούς τρόπους, στο ανά-μάγεμα της φύσης, με το να καλλιεργούν τη συμπάθεια για το «άλλο»: όχι μόνο το ανθρώπινο άλλο – διαφορετικού φύλου, εθνικότητας, τάξης – αλλά και το μη ανθρώπινο. Στις ελληνικές ιστορίες από την αρχαιότητα ακόμα, η έννοια της μεταμόρφωσης υποδηλώνει μια αμοιβαιότητα ανάμεσα στο ανθρώπινο και το μη ανθρώπινο. Αυτό μερικές φορές συνδυάζεται με την εκτέλεση, από τον ήρωα, μιας καλοσύνης προς ένα ζώο, όπως στο παραμύθι του «Γιάγκου» (που περιλαμβάνει αετό, λιοντάρι και μυρμήγκια).[xx]
Για να νιώσουμε ενσυναίσθηση προς τα ζώα δεν απαιτείται ένα τόσο τεράστιο άλμα της φαντασίας. Για να το νιώσουμε προς τα φυτά απαιτείται σαφώς μεγαλύτερη προσπάθεια. Για να νιώσουμε ενσυναίσθηση προς τα μη ζώντα στοιχεία της φύσης – βουνά, βράχοι, σπηλιές, λίμνες, ποτάμια, θάλασσες, ακόμη και τον πλανήτη ως σύνολο – μπορεί να χρειάζεται να αποδώσουμε σε αυτά τα πράγματα κάποιου είδους πνεύμα. Ένα σημαντικό στοιχεία για τη διαδικασία της αφήγησης είναι ότι, όπως η λογοτεχνία, πρέπει να απασχολεί ενεργά τη φαντασία του κοινού. Ο ακροατής, όπως ο αναγνώστης, αντιλαμβάνεται ενεργά τις εμπειρίες από την οπτική γωνία ανθρώπων, ή πλασμάτων, διαφορετικών από τον ίδιο. «Όσοι από εμάς έχουν υπάρξει πραγματικοί αναγνώστες όλη μας τη ζωή», λέει ο Κ. Σ. Λιούις,
σπάνια συνειδητοποιούμε πλήρως την τεράστια επέκταση της ύπαρξής μας που οφείλουμε στους συγγραφείς… Λυπάμαι που τα ζώα δεν μπορούν να γράψουν βιβλία. Πολύ ευχαρίστως θα μάθαινα πώς φαίνονται τα πράγματα σε ένα ποντίκι ή σε μια μέλισσα, και με ακόμη μεγαλύτερη ευχαρίστηση θα αντιλαμβανόμουν τον κόσμο της όσφρησης φορτισμένο με όλες τις πληροφορίες και τα συναισθήματα που φέρει για έναν σκύλο.[xxi]
Αυτή η ενεργή φαντασία δημιουργεί στο μυαλό των ακροατών μια εμπειρία παρόμοια με τη μνήμη. Η εμπειρία αυτή, μαζί με την ενσυναίσθηση που βιώνουν για τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, γίνεται μέρος του ποιοι είναι. Τα οπτικοακουστικά μέσα του κινηματογράφου και της τηλεόρασης δεν απασχολούν τη δημιουργική φαντασία με τόσο ενεργό τρόπο. Η φαντασιακή δουλειά έχει γίνει από άλλους για εμάς και μας παρουσιάζεται ως θέαμα. Από ένα απόμακρο φρούριο, ο κινηματογραφιστής μας χειρίζεται για να μας προκαλέσει την ενσυναίσθηση με τον ήρωα, να μας δημιουργήσει δυνατά συναισθήματα, αλλά όταν η ταινία τελειώσει, αφήνουμε την οθόνη πίσω μας και φεύγουμε.
Το ντοκιμαντέρ του Αλ Γκορ σχετικά με το φαινόμενο του θερμοκηπίου, Μια Άβολη Αλήθεια, δημιουργεί παραφωνία και έτσι υπονομεύει τη φυσιολογική κινηματογραφική μας εμπειρία. Παρακολουθούμε το θέαμα του Αλ Γκορ να απευθύνεται, ως αφηγητής, σε ένα ζωντανό ακροατήριο. Μας συναρπάζει μια εξαιρετικά σημαντική ιστορία, που φέρει τη βαρύτητα ενός γεγονότος που έχει ήδη συμβαίνει και ακόμα συμβαίνει. Αλλά μετά τελειώνει και φεύγουμε. Στη δική μου περίπτωση, μόνος. Έφυγα από τον κινηματογράφο κλαίγοντας, έχοντας ανάγκη να μοιραστώ με παρέα την πρόκληση της ιστορίας που είχα μόλις εισπράξει. Το συναίσθημα απομόνωσης που βίωσα εκείνη τη στιγμή οδηγεί στον δεύτερο τρόπο με τον οποίο η αφήγηση μπορεί να ανά-μαγέψει τη φύση: δημιουργώντας μια σύνδεση.
Σύνδεση
Η ομορφιά και η εκπαιδευτική αξία των ντοκιμαντέρ για τη φύση είναι αναμφισβήτητη. Ωστόσο, η εμψυχωτική αίσθηση θαυμασμού και δέους που αποκομίζει κανείς παρακολουθώντας, παραδείγματος χάριν, τη σειρά Πλανήτης Γη του BBC, μπορεί να αποτελέσει αυτοσκοπό, όχι ιδιαίτερα διαφορετικό ως εμπειρία από το να βλέπει κανείς φανταστικά τοπία δημιουργημένα εξολοκλήρου με CGI (εικονογραφία που παράγεται από υπολογιστή).[xxii] Για πολλούς ανθρώπους, η γνώση που έχουν για τη φύση προέρχεται πολύ περισσότερο από την τηλεόραση παρά από την ίδια τη φύση. Επιπλέον, η επιλογή των σκηνών – συνήθως από άθικτα μέρη, όπως εθνικούς δρυμούς και προστατευόμενες περιοχές – που εμψυχώνουν περισσότερο το ακροατήριο οδηγεί σε μια ψευδή εντύπωση για την καλή κατάσταση της φύσης. Όταν θα έχουν συλλεχθεί και αρχειοθετηθεί αρκετές σκηνές πλασμάτων και τοποθεσιών ώστε να παρέχουν ικανά δείγματα για CGI, η επιθυμία του κοινού για εικόνες της φύσης θα μπορούσε θεωρητικά να ικανοποιηθεί χωρίς να χρειάζεται καν να υπάρχει η πραγματική φύση – όπως διαφαίνεται ήδη από τηλεοπτικές σειρές όπως το Υπό εξαφάνιση.
Η διεισδυτική παρουσία των οπτικοακουστικών μέσων και άλλων τεχνολογιών επικοινωνίας απομακρύνει τους ανθρώπους από τον φυσικό κόσμο που υπάρχει γύρω τους. Ο Άμπραμ υποστηρίζει ότι και η γραφή ευθύνεται για αυτό το αποτέλεσμα.[xxiii] Η αφήγηση υπερισχύει, σε σχέση με όλα τα άλλα μέσα, στον τρόπο με τον οποίο, την ίδια στιγμή που απασχολεί τη φαντασία του ακροατή, ταυτόχρονα τον φέρνει αντιμέτωπο με τη φυσική παρουσία του αφηγητή και των άλλων μελών του ακροατηρίου, καθώς και με το περιβάλλον μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η αφήγηση. Η διαδικασία της αφήγησης δημιουργεί μια σύνδεση ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό, ανάμεσα στον πρωτεύοντα κόσμο όπου κατοικούμε και τον δευτερεύοντα κόσμο της ιστορίας.
Στην Αγγλία, τουλάχιστον – όπου ο συνδυασμός των πανταχού παρόντων τεχνολογιών επικοινωνίας και των εδραιωμένων νεοφιλελεύθερων πολιτικών έχει εντείνει την αποξένωση των ανθρώπων όχι μόνο από τη φύση αλλά και από την κοινωνία – το να έρθει κανείς αντιμέτωπος με έναν αφηγητή μπορεί να αποτελέσει μια ριζοσπαστική πρόκληση. Κάποια μέλη του ακροατηρίου αρχικά δεν συνειδητοποιούν ότι η αφήγηση είναι μια σχέση, ότι ο αφηγητής, καθώς δεν είναι μια οθόνη τηλεόρασης, δεν μπορεί να διηγηθεί μια ιστορία αν το κοινό του δεν αποτελείται από ενεργητικούς ακροατές. Ως αφηγητής, πρέπει να δουλέψει για να κερδίσει την προσοχή τους προς την ιστορία, προς την όλη συνθήκη του ότι αυτός διηγείται μια ιστορία σε αυτούς, σε αυτόν τον τόπο. Αυτή η καλλιέργεια της ανταπόκρισης προς έναν ξένο – τον αφηγητή – είναι ένα μικρό βήμα ενάντια στην τάση της πρόσφατης σύγχρονης εποχής, στην κατεύθυνση μιας πιο ευρείας αίσθησης ευθύνης προς την πραγματικότητα γύρω μας: άλλοι άνθρωποι, άλλα είδη, το φυσικό περιβάλλον.
Ο αφηγητής – σε αντίθεση με τον κινηματογραφιστή – έχοντας δημιουργήσει αυτή τη σχέση με το ακροατήριό του, στη συνέχεια έχει την ευθύνη να τους οδηγήσει με ασφάλεια πίσω στο εδώ και τώρα. Αυτή η διαδικασία της «επιστροφής» βιώνεται συλλογικά. Ειδικά σε ανεπίσημες καταστάσεις, η αφήγηση μιας ιστορίας μπορεί να προκαλέσει μια συζήτηση ή τη διήγηση άλλων ιστοριών από άλλους ομιλητές. Στην Αφρική, εξηγεί η Σύνθια Ουόρντ, «η αξία της προφορικής ιστορίας για τη προφορική κουλτούρα δεν έγκειται εξολοκλήρου στην ίδια την ιστορία, αλλά, πράγμα ίσως πιο σημαντικό, στη συζήτηση που γεννιέται μετά την αφήγηση».[xxiv]
Κατά τη στιγμή της αφήγησης υφαίνεται ένα δίκτυο συνδέσεων ανάμεσα στον αφηγητή και το ακροατήριο, και μεταξύ των μελών του ακροατηρίου, καθώς και ανάμεσα σε όλους τους συμμετέχοντες και στον τόπο όπου βρίσκονται. Αν ο τόπος αυτός είναι εξωτερικός χώρος, τότε δημιουργείται μια σύνδεση με οποιαδήποτε στοιχεία της φύσης είναι έκδηλα σε αυτόν τον τόπο. Η σύνδεση αυτή γίνεται βαθύτερη, εάν ο αφηγητής ενσωματώσει στοιχεία του τόπου μέσα στην αφήγησή του, ή εάν επιλέξει ιστορίες που αφορούν στην τοπική οικολογία – ή που τοποθετούνται σε εκείνον ακριβώς τον τόπο:
Η γνώση αυτή του τόπου συμπληρώνει την αφήγηση, έτσι ώστε όταν η αφήγηση της ιστορίας γίνεται επιτόπου, αυτό που βλέπει το μάτι του νου (ο αόρατος κόσμος) συνδέεται με και αντιστοιχεί σε αυτό που βρίσκεται πραγματικά τριγύρω. Ο αφηγητής γίνεται το μέσο, διαμέσου του οποίου το τοπίο μπορεί να μιλήσει. (Χιου Λούπτον[xxv])
Μια τέτοια σύνδεση μπορεί εύκολα να αναζητηθεί σε τοπία, φυσικά περιβάλλοντα, φυτά. Είναι λίγο πιο δύσκολο να πείσετε ένα άγριο ζώο να σταθεί ακίνητο ενώ αφηγείστε μια ιστορία παρουσία του. Αλλά η αφήγηση ιστοριών για πλάσματα και τοπία, είτε επιτόπου είτε όχι, μας οδηγεί στον τρίτο τρόπο με τον οποίο η αφήγηση μπορεί να ανά-μαγέψει τη φύση: αποδίδοντας μια μοναδική σημασία σε συγκεκριμένους τόπους και πλάσματα.
Σημασία
Τα δέντρα είναι ένα καλό παράδειγμα. Αποτελούν βασικό στοιχείο σε πολλά φυσικά περιβάλλοντα και – τόσο λόγω της μεγάλης διάρκειας ζωής τους, που ξεπερνάει κατά πολύ την ανθρώπινη και σημαίνει ότι προϋπήρχαν στο παρελθόν, όσο και λόγω των διακλαδώσεών τους – αποπνέουν την ίδια την έννοια της δημιουργίας ιστοριών. Αφού οι άνθρωποι μάθουν να ξεχωρίζουν τα διαφορετικά δέντρα μεταξύ τους, τότε σε κάθε είδος μπορούν να αποδοθούν φανταστικές σημασίες, με την αφήγηση ιστοριών στις οποίες εμφανίζεται το κάθε είδος,[xxvi] ειδικά όταν αυτό γίνεται παρουσία των ίδιων των δέντρων. Το κόλπο δεν είναι να βρεθούν ιστορίες που αναφέρουν τα δέντρα ως σκηνικό, αλλά ιστορίες όπου ένα δέντρο αποτελεί βασικό χαρακτήρα, όπως «Το Κορίτσι στη Δάφνη»,[xxvii] από την Ελλάδα, ή «Οι Πράσινες Κυρίες του Λόφου με το Ένα Δέντρο»[xxviii] (που αναφέρεται σε οξιές), από τις Βρετανικές Νήσους.
Και στις δύο αυτές ιστορίες, το ζωογόνο πνεύμα του δέντρου εκδηλώνεται με τη μορφή ενός θηλυκού πλάσματος, που μοιάζει με δρυάδα. Παρομοίως, στο Ουαλικό παραμύθι «Η Γυναίκα του Λυν-υ-Φαν»[xxix], το πνεύμα μιας λίμνης παίρνει γυναικεία μορφή. Ωστόσο, ο ανθρωπομορφισμός αυτού του είδους δεν είναι απαραίτητος. Ο πρωταγωνιστής της Εσθονικής ιστορίας «Η Λίμνη που Πέταξε Μακριά»[xxx] είναι μια λίμνη, η Λίμνη Έιμ, η οποία διατηρεί τη μορφή λίμνης σε ολόκληρη την ιστορία.[xxxi]
Από μια υλιστική άποψη, τέτοιες ιστορίες είναι φυσικά δημιουργίες της φαντασίας. Πώς πρέπει να κατανοήσουμε τη σημασία που αποδίδουν σε μη-ανθρώπινες οντότητες; Ο υλιστής λέει ότι τα δέντρα δεν είναι παρά μια μεταφορά. Μια μεταφορά τίνος πράγματος; Κάποιου αρχέτυπου της ανθρώπινης ψυχής; Χωρίς αμφιβολία. Πρέπει, όμως, να είμαστε τόσο ανθρωποκεντρικοί; Τι σημαίνει η μεταφορά για τα ίδια τα δέντρα; Στην θεωρία του Τόλκιν για τη «μυθοποιία», οι φανταστικές μεταφορές αποκαλύπτουν το «ζωντανό φως» μέσα σε κάθε πράγμα. «Ο Τόλκιν αξίωνε», μας λέει ο Ντέηβιντ Ντέη, «ότι ήταν μέσω των παραμυθιών που κατανόησε για πρώτη φορά το πραγματικό δέος των βασικών πραγμάτων: πέτρες και σίδερο και δέντρα και φωτιά και κρασί και ψωμί.»[xxxii] Ο Τόλκιν πίστευε ότι μέσω της φαντασίας μας και της δύναμης των λέξεων, βλέπουμε νύξεις μιας ευρύτερης πραγματικότητας – παρόμοιας με τον κόσμο των ιδεών του Πλάτωνα – όπου εδρεύει η πραγματική ύπαρξη ολόκληρης της φύσης.[xxxiii]
Αυτή η οξυμένη διόραση της σημασίας των πλασμάτων, των υλικών και των τόπων μου φαίνεται ότι συνάδει με την έννοια που έχουν οι Αυστραλοί Αβοριγίνες για το Ονείρεμα: ένα όραμα από μυθικά πλάσματα, ορισμένα από τα οποία απεικονίζονται ως αρχέτυπα όλων των άγριων ζώων, τα οποία δημιουργούν τα χαρακτηριστικά της γης, μαζί με τις «γραμμές τραγουδιών» που διασχίζουν τον τόπο. Είναι ένα όραμα που υπερβαίνει τον χρόνο: όχι απλώς μια ανάμνηση μιας χρυσής εποχής, αλλά μια αέναη δημιουργία της ύπαρξης που συνεχίζει να συμβαίνει, όσο το τοπίο παραμένει άθικτο και οι άνθρωποι συνεχίζουν να τραγουδούν τα τραγούδια που αφηγούνται αυτή τη δημιουργική διαδικασία. Το Ονείρεμα αποδίδει τεράστια σημασία στο φυσικό τοπίο και συνεπώς ανθίσταται, στον βαθμό που οι κατακτημένοι από τους άποικους Αβοριγίνες είναι σε θέση να αντισταθούν, στην καταστροφή της γης και της οικολογίας από τη σύγχρονη ανάπτυξη.[xxxiv]
Κάθε χώρα διαθέτει ένα δικό της μυθικό τοπίο που αποτελείται από ιστορίες, οι οποίες εκτείνονται από τα προσωπικά ανέκδοτα, διαμέσου της ιστορίας, του θρύλου και του λαϊκού παραμυθιού, έως τους μύθους για τη δημιουργία της γης. Για τον αφηγητή, υπάρχει μια ένταση ανάμεσα στα δομημένα, κοσμογυρισμένα λαϊκά παραμύθια, τα οποία συχνά έχουν χάσει οποιαδήποτε συγκεκριμένη σύνδεση μπορεί να είχαν με έναν τόπο – αλλά είναι πολύ διασκεδαστικά – και τους τοπικούς θρύλους που είναι περισσότερο ανεκδοτικοί – και λιγότερο ικανοποιητικοί ως σκέτες ιστορίες – αλλά αποκτούν νόημα από τη θέση τους μέσα στο τοπίο. Τα τραγούδια των Αβοριγίνων για το Ονείρεμα αποτελούν μια ακραία περίπτωση των τοπικών θρύλων. Ωστόσο, υπάρχει πολύς χώρος ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα. Πολλά επεισόδια της ιστορίας του Βασιλιά Αρθούρου συνδέονται γεωγραφικά με τις Βρετανικές Νήσους. Διάφορες τοποθεσίες στη Σκοτία, την Ουαλία, την Αγγλία και τη Βρετάνη ανταγωνίζονται αξιώνοντας τη γεωγραφική πατρότητα των ίδιων επεισοδίων. Αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να μας απασχολεί, εκτός εάν θεωρούμε ότι οι ιστορίες αυτές αναπαριστούν πραγματικά ιστορικά γεγονότα.
Ο Ούθερ Πέντραγκον, Μέγας Βασιλιάς της Βρετανίας, καταλήφθηκε από μια ακόρεστη επιθυμία για την ομορφότερη γυναίκα σε ολόκληρη τη Βρετανία. Το όνομά της ήταν Ύγκερν. Όμως η Ύγκερν ήταν παντρεμένη με τον Γκορλόις, τον Άρχοντα της Κορνουάλης. Όμως ο Ούθερ Πέντραγκον έπρεπε να την αποκτήσει πάση θυσία! Οδήγησε τα στρατεύματά του να σαρώσουν την Κορνουάλη και πολιόρκησε τον Γκορλόις στο κάστρο του Ντιμιλιόκ. Εντωμεταξύ, η Ύγκερν βρήκε καταφύγιο στο κάστρο του Τινταγκέλ. Ίσως και να το έχετε επισκεφθεί – και να έχετε δει πως προστατεύεται από κάθε πλευρά, από απότομες πλαγιές που κατεβαίνουν κάθετα μέσα στα κύματα, και συνδέεται με τη στεριά με έναν ισθμό τόσο στενό, που ένας πολεμιστής μόνος του θα μπορούσε να συγκρατήσει έναν ολόκληρο στρατό.[xxxv]
Καθώς διηγούμαι αυτή την ιστορία, φέρνω στο μυαλό μου τη δική μου ανάμνηση του κάστρου Τίνταγκελ, και αναζητώ τη συνέργια εκείνων των ακροατών που επίσης το έχουν επισκεφθεί. Το κάστρο έχει καταστραφεί από παλιά και, χάρη στη φήμη του ως τόπος σύλληψης και γέννησης του Βασιλιά Αρθούρου, η χερσόνησος που προστάτευε τελεί υπό τη διαχείριση της Οργάνωσης Αγγλικής Κληρονομιάς, έτσι ώστε να διατηρείται τόσο η πολιτιστική όσο και η οικολογική κληρονομιά του τόπου. Με αυτόν τον τρόπο, πολλοί αρχαιολογικοί χώροι, αφού τα ερείπιά τους έχουν αποκτήσει σημασία διαμέσου των ιστοριών, φυλάσσονται ως ντε φάκτο προστατευόμενες περιοχές. Σκεφτείτε τις ανεμώνες και τα πεύκα της Ολυμπίας, ή τη μικρή όαση βλάστησης που είναι το Ιερό της Δήμητρας στην Ελευσίνα, που τώρα περιστοιχίζεται από εγκαταστάσεις βαριάς βιομηχανίας. Το βιβλίο του Πέδρο Ολάλλα, Μυθολογικός Άτλας της Ελλάδας, αποτυπώνει πάνω σε χάρτες που καλύπτουν το σύνολο της σύγχρονης Ελληνικής επικράτειας σχεδόν κάθε επεισόδιο της Ελληνικής Μυθολογίας που λαμβάνει χώρα σε αυτή την επικράτεια, και με αυτόν τον τρόπο μας επιτρέπει να ανιχνεύουμε τις αρχαίες ιστορίες μέσα στο τοπίο.[xxxvi] Με γερές βάρκες και ένα μπαστούνι για να αποφεύγετε τα τσοπανόσκυλα, μπορείτε να προσπαθήσετε να ακολουθήσετε τις «γραμμές τραγουδιών» της Ελλάδας.
Ωστόσο, οι μικρές, προστατευόμενες φυσικές περιοχές είναι ευάλωτες στις κλιματικές αλλαγές. Οι βιώσιμοι πληθυσμοί των ειδών, ειδικά των μεγαλύτερων ζώων, χρειάζονται ελευθερία κίνησης. Προκειμένου οι άνθρωποι να συμφιλιωθούν με τη φύση, θα πρέπει να είναι σε θέση να συνυπάρχουν στον ίδιο τόπο με άγρια ζώα. Αυτό υποδηλώνει μια ανάγκη να μαγευτούν με σημασίες όχι μόνο κάποια σημεία στο τοπίο, αλλά ο γεωγραφικός χώρος σε ευρεία κλίμακα. Πέρα από αρχαιολογικούς χώρους, ο άτλαντας του Ολάλλα κατονομάζει ολόκληρα ποτάμια και βουνά που εμπλέκονται σε μυθικά γεγονότα. Η ιστορία της νεότητας της Αταλάντης εκτείνεται σε ολόκληρο το όρος Παρθένιο. Ποιος μπορεί να πει σε ποιο σημείο του ποταμού Ευρώτα ο Δίας γονιμοποίησε τη Λήδα, ώστε να γεννήσει την Ελένη και τον Πολυδεύκη;
Η Κάθριν Πάρκερ έχει εφαρμόσει την έννοια που ανέπτυξε ο Ε.Ο. Σόγια για τον «τρίτο χώρο» – όπου προσπαθεί να καταλύσει τη δυαδική αντίθεση μεταξύ των αντικειμενικών και των φανταστικών αντιλήψεων του γεωγραφικού χώρου[xxxvii] – προκειμένου να εξετάσει ολιστικά την ανθρώπινη κατοίκηση ενός τόπου στην Αρκαδία, κατά την αρχαιότητα: αποκαλύπτει έναν συνδυασμό οικονομικών, κοινωνικών και ιερών παραγόντων.[xxxviii] Και τώρα ας εξετάσουμε τον τέταρτο και πιο ριζοσπαστικό τρόπο με τον οποίο η αφήγηση μπορεί να ανά-μαγέψει τη φύση: επικαλούμενη μια αίσθηση του ιερού.
Ιερότητα
Το Δώτιο πεδίο, στη Θεσσαλία, ήταν ευλογημένο από τη χρυσομαλλούσα Δήμητρα, θεά όλων των πλασμάτων που αναπτύσσονται. Τα καταπράσινα δάση του ήταν γεμάτα θηράματα. Οι οπωρώνες του είχαν άφθονα φρούτα. Το παχύ έδαφος έδινε βαριές σοδιές από στάρι. Αλλά ο Ερυσίχθων, Βασιλιάς του Δώτιου, δεν φοβόταν τη Δήμητρα ούτε οποιονδήποτε άλλο θεό και συχνά μιλούσε για τους θεούς περιφρονητικά. «Δεν είναι δική μου η γη, να την κάνω ό,τι θελήσω;» Σκότωνε τα θηράματα και έκοβε τα δάση όποτε επιθυμούσε. Μάλιστα, ξεκίνησε να κόβει και το ιερό άλσος της Δήμητρας.
Όταν, όμως, διέταξε τους άνδρες του να κόψουν την τεράστια, αρχαία δρυ στο κέντρο του ιερού άλσους, όλοι τους οπισθοχώρησαν φοβισμένοι. Το δέντρο αυτό ήταν τόσο ιερό, τόσο πολύτιμο για τη Δήμητρα, που τα κλαδιά του ήταν στολισμένα με γιρλάντες και κορδέλες και τις ζεστές ανοιξιάτικες νύχτες οι δρυάδες, όμορφες και λυγερές, χόρευαν γύρω από τον κορμό του. Αλλά ο Βασιλιάς Ερυσίχθων δεν είχε τον φόβο των θεών. Ύψωσε τον πέλεκυ – και χτύπησε και – αααχ! – καθώς η λάμα έκοψε τον φλοιό του δέντρου, κόκκινος χυμός σαν αίμα πετάχτηκε από την πληγή και μια φωνή βαθιά μέσα από το δέντρο φώναξε πονεμένα, η φωνή της δρυάδας που κατοικούσε στο συγκεκριμένο δέντρο. Αλλά ο Βασιλιάς Ερυσίχθων δεν άκουσε – ή και αν άκουσε, δεν τον ένοιαξε – και ύψωσε τον πέλεκυ για να χτυπήσει ξανά. Ένας από τους άνδρες του έτρεξε εμπρός για να διαμαρτυρηθεί για αυτή την επίθεση κατά του ιερού δέντρου. Αλλά ο Βασιλιάς Ερυσίχθων γύρισε απότομα – και με ένα χτύπημα από το τσεκούρι του έκοψε το κεφάλι του άτυχου άνδρα. Τώρα οι υπόλοιποι άνδρες φοβόντουσαν τον Βασιλιά περισσότερο από όσο φοβόντουσαν οτιδήποτε άλλο, και όλοι μαζί προχώρησαν μπροστά με τα τσεκούρια τους και κάρφωσαν – αααχ! – και έκοψαν – αααχ! – και με κάθε χτύπημα η δρυάδα ούρλιαζε από πόνο. Έκοψαν και έκοψαν και έκοψαν. Δούλεψαν ολόκληρη την ημέρα – μέχρι που, τελικά, το δέντρο άρχισε να ταλαντεύεται και με τριγμούς και βογκητά και κρότους η τεράστια, αρχαία δρυς έπεσε στο έδαφος.
Και με την τελευταία της πνοή, η δρυάδα φώναξε μέσα από το δέντρο, «Είθε η κατάρα της κυράς μου Δήμητρας να πέσει τόσο βαριά επάνω σου, Βασιλιά Ερυσίχθονα, όσο βαρύ πέφτει το δέντρο μου στη γη!»
Και η χρυσομαλλούσα Δήμητρα, η θέα όλων των πλασμάτων που αναπτύσσονται, άκουσε τα τελευταία λόγια της δρυάδας. Και όλη η καλοσύνη και η θέρμη και η γενναιοδωρία της καρδιάς της μετατράπηκαν σε θυμό.
Έτσι κάλεσε μια από τις ορεάδες της, τις νύμφες των βουνών, και της είπε, «Πήγαινε στη γη της Πείνας και πες στην αδερφή μου την Πείνα να τιμωρήσει τον Βασιλιά Ερυσίχθονα για την πράξη του, να βάλει στην κοιλιά του μια πείνα που δεν θα μπορεί να την ικανοποιήσει ποτέ.»
Η θεά Πείνα εκπληρώνει το αίτημα και, προκειμένου να χορτάσει την ασίγαστη πείνα του, ο Βασιλιάς Ερυσίχθων καταναλώνει όλο το φαγητό στο βασίλειό του, σκοτώνει όλα τα θηράματα, κόβει όλα τα δάση για να μαζέψει χρήματα και να αγοράσει φαγητό από άλλες χώρες, πουλάει οτιδήποτε έχει αξία στο βασίλειο για να αγοράσει ακόμα περισσότερο φαγητό, αρχίζει να πουλάει τους υπηκόους του για σκλάβους, μέχρι που οι υπόλοιποι υπήκοοί του φεύγουν για να γλιτώσουν και μόνο η κόρη του, που τον αγαπάει, μένει μαζί του.
Όμως πεινούσε ακόμα. Κι έτσι μια νύχτα μπήκε στο δωμάτιο όπου κοιμόταν η κόρη του και την σκότωσε και έφαγε την ίδια του την κόρη. Και το επόμενο πρωί κάθισε μόνος μέσα στα ερείπια από το κάποτε λαμπρό παλάτι του, περιτριγυρισμένος από την κάποτε γόνιμη γη του που τώρα είχε μετατραπεί σε μια άγονη έρημο, δίχως τίποτα άλλο παρά σκόνη και πέτρες και σωρούς από τις ίδιες του τις ακαθαρσίες. Αλλά πεινούσε ακόμα. Προσπάθησε να φάει τις ίδιες του τις ακαθαρσίες, αλλά αυτό δεν βοήθησε. Κι έτσι έσκυψε και έφερε το πόδι του στο στόμα και άρχισε να μασάει, και τελικά έφαγε τον εαυτό του.[xxxix]
Το να διηγηθεί κανείς αυτή την ιστορία παρουσία μιας δρυός, κοντά στο όρος Όσσα, όπου πιστεύεται ότι βρισκόταν το Δώτιο,[xl] μπορεί να προκαλέσει συναισθήματα συμπάθειας, σύνδεσης και σημασίας ως προς τις δρυς και τη συγκεκριμένη τοποθεσία. Ταυτόχρονα, είναι μια ισχυρή οικολογική παραβολή για τον σημερινό κόσμο. Το μοτίβο της «εκδίκησης της νεράιδας» είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στη λαϊκή παράδοση, όπως στην ιστορία από την Κω, «Μυρμιδώνια και Φαραώνια»[xli], που φαίνεται να προέρχεται από τον μύθο του Ερυσίχθονα. Προκειμένου να ενισχύσω τον οικολογικό αντίκτυπο, έχω προσθέσει κάποιες περιγραφές της χώρας όπως ήταν πριν και μετά, αφού ο Ερυσίχθων την ερήμωσε για να ταΐσει τη λαιμαργία του. Επίσης, έχω αντικαταστήσει το να πουλάει την κόρη του ως σκλάβα με το να την τρώει[xlii] – προκειμένου να εντείνω τον αντίκτυπο της ιστορίας, αλλά και ως μεταφορά για τον τρόπο με τον οποίο η υπερκατανάλωση των φυσικών πόρων σήμερα καταστρέφει τα αναγκαία προς το ζην για τους απογόνους μας.
Η ιστορία μας δείχνει την τρομαχτική δύναμη που μπορεί να εξαπολύσει η φύση. Μετά το τσουνάμι στον Ινδικό Ωκεανό και τις πλημμύρες της Νέας Ορλεάνης, ο Ρίτσαρντ Μέιμπι σχολίασε, «Από τη σκοπιά του πλανήτη, οι άνθρωποι είναι ένα παρασιτικό είδος – και προσπαθεί να μας εξαλείψει.»[xliii] Αυτές οι δυνάμεις που είναι ισχυρότερες από εμάς μπορούν να γίνουν κατανοητές με επιστημονικούς όρους. Μπορούμε επίσης να θεωρήσουμε την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της φύσης μέσω μιας ρομαντικής εκτίμησης του ανυπέρβλητου. Αλλά οι παλιές ιστορίες, που απεικονίζουν τη φύση ως εμπνευσμένη από τους θεούς, μας παρουσιάζουν μια ποιότητα που αξιώνει να αντιμετωπίζουμε τη φύση με τον ίδιο σεβασμό που οφείλουμε να έχουμε και προς τους συνανθρώπους μας, που περιορίζει την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, που προσκαλεί τη λατρεία μας. Αυτή η ποιότητα, ανάθεμα για το υλιστικό πνεύμα των καιρών, είναι το ιερό.
Με τον συνεργάτη μου στην εταιρεία αφήγησης Fire Springs, Κέβαν, και τη φίλη του, Κάθυ, περιηγηθήκαμε κάποτε στη λαγκαδιά της Στύγας, στο όρος Χελμός, μέχρι εκεί που βλέπαμε τον καταρράχτη Μαυρονέρι, πηγή της Στύγας. Τα τελευταία πεντακόσια μέτρα διέσχιζαν έναν κάθετο γκρεμό με ασταθή βράχια, που βουτούσε στην άβυσσο. Εγώ δεν τολμούσα να προχωρήσω παρακάτω και η Κάθυ επίσης θεωρούσε ότι η διαδρομή ήταν υπερβολικά επικίνδυνη. Όμως ο Κέβαν, που ενθουσιάζεται με τα ιερά μέρη, το είχε βάλει στόχο να φτάσει στη σπηλιά στη βάση του καταρράχτη και πίστευε ότι θα μπορούσε να φτάσει ως εκεί. Μας πήρα κοντά μια ώρα για να τον αποτρέψουμε. Σε εκείνο το υπερφυσικό μέρος, μυθικά συνδεδεμένο με τον κάτω κόσμο, η συζήτησή μας στράφηκε στον θάνατο και διηγήθηκα την ιστορία της φυλάκισης της Περσεφόνης στον Άδη. Η εμπειρία αυτή μας έβαλε σε μια απόκοσμη διάθεση για όλη την υπόλοιπη μέρα. Ενσωματώθηκε στο αφηγηματικό έπος της Fire Springs, Επιστροφή στην Αρκαδία, το οποίο χρησιμοποιεί ένα πλαίσιο ιστοριών από την περιοδεία μας στο μυθικό τοπίο της Πελοποννήσου και τις συνυφαίνει με τους μύθους του Ορφέα και της Περσεφόνης – οι οποίοι κινούνται ανάμεσα στον φυσικό κόσμο και στα μυστήρια πέρα από το πέπλο του θανάτου – και τις ιστορίες του Αρισταίου, του Ερυσίχθονα και του Αρκάδα, στις οποίες οι νύμφες διαμεσολαβούν ανάμεσα στη φύση και την ανθρωπότητα.
Ανάμεσα στους θεούς και τα διάφορα εξωτικά πλάσματα,[xliv] τυπικά είναι οι νύμφες που εμπνέουν το Ελληνικό τοπίο – όπως άδει και ο Ορφικός ύμνος:
σπηλαιόφιλες, που χαίρεστε στα σπήλαια, αεροσύχναστες,
πηγαίες, γοργόδρομες, δροσοντυμένες, ελαφροπάτητες,
φανερές, αόρατες, φαραγγόβιες, πολυανθείς,
που χορεύετε μαζί με τον Πάνα στα όρη, βακχεύτριες.[xlv]
Ο έντονος συσχετισμός των νυμφών – που επιβιώνουν στη λαϊκή παράδοση ως «Νηρηίδες» – με τις πηγές νερού, καθώς και η αντίληψη τέτοιων τόπων ως ιερών,[xlvi] φαίνεται να σχετίζεται με τον κίνδυνο που υπάρχει σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, εξαιτίας της αλόγιστης χρήσης νερού για άρδευση. Παρόμοιες είναι οι «κόρες των πηγαδιών» στο «Η Διαφώτιση»,[xlvii] ένα Γαλλικό ρομάντζο της εποχής του Βασιλιά Αρθούρου – εξαιτίας του βιασμού τους, τα πηγάδια ξεραίνονται και η χώρα ερημώνεται.
Στη Βρετανία είναι οι νεράιδες, οι παλιοί θεοί από τους οποίους κατάγονται και (με λιγότερο ανιμιστικό τρόπο) οι άγιοι που έχουν καθαγιάσει λόφους, πηγές, δέντρα, σπηλιές. Η ιερή ιδιότητα του τοπίου του Γκλάστονμπερυ συντηρείται ακόμη και σήμερα από ιστορίες για τον Άγιο Κόλλεν, που έμενε στο Τορ, για τον Γκουήν απ Νουρ, άρχοντα του κάτω κόσμου που κατοικούσε σε αυτόν, για τον Βασιλιά Αρθούρο, που είτε θάφτηκε στο Γκλάστονμπερυ είτε κοιμάται ακόμα μέσα στο Τορ, για τον Άγιο Ιωσήφ της Αριμαθίας, που έφερε το δισκοπότηρο του Χριστού και φύτεψε έναν άκανθο από τους Αγίους Τόπους στον Λόφο Ουέριαλ.
Φυσικά, πλέον δεν αντιλαμβανόμαστε τα πνεύματα της φύσης ως πραγματικά – ή μήπως ναι; Καθώς συζητούμε αυτά τα ζητήματα εδώ, δίπλα στον Όλυμπο, δεν πιστεύουμε ότι οι θεοί είναι πραγματικά εκεί επάνω και μας ακούνε – ή μήπως το πιστεύουμε; Κι όμως, πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι δεν είναι εκεί; Υπάρχουν άνθρωποι στη Βρετανία, οι οποίοι όντως τιμούν τα πνεύματα της φύσης, τους προγόνους, τους θεούς, σαν να είναι πραγματικοί. Το γεγονός ότι αυτοί οι Παγανιστές μοιράζονται τοπικούς μύθους και ιστορίες δέους και θαυμασμού θρέφει την αίσθηση που έχουν για την ιερότητα της φύσης. Όπως καταλαβαίνω, υπάρχει ένα αντίστοιχο κίνημα που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα.[xlviii] Εντωμεταξύ, για όσους από εμάς πιστεύουν στον Θεό, το ανά-μάγεμα της φύσης ως ιερής μπορεί να διαφοροποιήσει τους τρόπους με τους οποίους βλέπουμε τη θεϊκή δημιουργικότητα να αποκαλύπτεται. Ο καθένας θα πρέπει να κρίνει για τον εαυτό του τι σημαίνει «ιερό» για αυτόν.
Η γη που κατοικούμε είναι πληγωμένη, έχει βεβηλωθεί όπως ποτέ πριν… και δεν θα ανανήψει έως ότου ξαναγίνει, σε κάποιο βαθμό, και πάλι ιερή. Μέρος της διαδικασίας της ανά-ιεροποίησης πρέπει να περιλαμβάνει την αφήγηση των μύθων του τόπου, την ανά-αφήγηση και το ανά-ονείρεμα της γης, χρησιμοποιώντας λέξεις και τραγούδια για να γίνει και πάλι υπερφυσικό το μυστηριώδες έδαφος που είναι ο προπάτορας όλων των προπατόρων, η προμήτωρ όλων των προμητόρων. (Λούπτον[xlix])
Ρεπερτόριο
Όταν η αξία των ιστοριών ανεβαίνει, οι άνθρωποι ανησυχούν για το αν θα διατηρηθεί η αγνότητα της παράδοσης. Θα μπορούσαν να έχουν ενστάσεις ως προς τον τρόπο που διασκεύασα την ιστορία του Ερυσίχθονα. Εγώ σε αυτό θα απαντούσα ότι οι ιστορίες όντως αλλάζουν, και είναι αναγκαίο να αλλάζουν. Η αφήγηση του Οβίδιου για τον Ερυσίχθονα διαφέρει από την αφήγηση του Καλλίμαχου.[l] Ο κόσμος αλλάζει διαρκώς. Κάποιες αξίες που προβάλλονταν σε παραδοσιακές ιστορίες σήμερα πρέπει να αξιολογηθούν εκ νέου. Για παράδειγμα, η αξία που αποδίδεται στη δραστηριότητα του κυνηγιού θα πρέπει να αξιολογηθεί ξανά, εκεί όπου τα είδη των θηραμάτων βρίσκονται στα πρόθυρα της εξαφάνισης. Από μια σύγχρονη σκοπιά, οι άθλοι του Ηρακλή θα μπορούσαν να θεωρηθούν μια βίαιη πορεία οικολογικής καταστροφής. Μεγάλο μέρος του ρεπερτορίου λαϊκών μύθων της Ευρώπης είναι ανθρωποκεντρικοί: οι ιστορίες συχνά χρησιμοποιούν διάφορα είδη ζώων με έναν συμβολικό τρόπο που είναι ασεβής προς την πραγματική τους φύση. Για παράδειγμα, οι λύκοι έχουν στιγματιστεί ως σύμβολα του κακού με έναν τρόπο που έχει υπάρξει καταλυτικός ώστε να καταδιωχθούν σε βαθμό εντελώς δυσανάλογο ως προς την απειλή που ενδεχομένως αποτελούν, και χωρίς καμία αναγνώριση για τις οικολογικές υπηρεσίες που προσφέρουν.[li]
Συνεπώς, πέρα από το να συλλέγουμε χρήσιμες ιστορίες από την παράδοση, έχουμε να κάνουμε πολλή δουλειά προκειμένου να αναπτύξουμε ένα νέο ρεπερτόριο, το οποίο να αντιστοιχεί στη δική μας χρονική στιγμή στην ιστορία, με τρόπους που θα ανά-μαγέψουν τη φύση. Ένα τέτοιο «οίκο-βαρδικό»[lii] ρεπερτόριο μπορεί να αντλεί έμπνευση από την ιστορία και την επιστήμη, την εμπειρία και την καινοτομία, και μπορεί να ενώνει στοιχεία από διαφορετικές παραδόσεις, συμπεριλαμβανομένων των ιθαγενών παραδόσεων, οι οποίες περιέχουν πιο αυθεντική και ευσεβή γνώση για τη φύση από ό,τι έχει επιβιώσει στην Ευρωπαϊκή λαϊκή παράδοση. Στο αφηγηματικό τους έπος, Έγινα Μέρος Αυτού, η εταιρεία αφήγησης Company of Storytellers επινόησε μια υποθετική μυθολογία της Μεσολιθικής Αγγλίας, χρησιμοποιώντας γνώσεις από την αρχαιολογία και την ανθρωπολογία και μοτίβα «μετατοπισμένα» από μυθολογίες λαών κυνηγών-συλλεκτών – στη Βόρεια Αμερική και στη Σιβηρία – που αντιμετώπιζαν «συγκρίσιμες περιβαλλοντικές συνθήκες».[liii]
Το Φορτία και Ευλογίες [Burdens and Blessings] του Έρικ Μάντεν συνδέει ανέκδοτα από την πραγματική ζωή σχετικά με κλιματικές αλλαγές και παραδοσιακές ιστορίες σοφίας (συμπεριλαμβανομένου του «Ερυσίχθονα»), και πρωτότυπα τραγούδια σχετικά με το να ζει κανείς χωρίς να επιβαρύνει τη γη. Το Σε Κοινό Έδαφος [On Common Ground] των Χιου Λούπτον και Κρις Γουντ αφηγείται την πραγματική ιστορία του χωριάτη ποιητή Τζον Κλαιρ, που υπήρξε θύμα της περίφραξης των πάρκων της Αγγλίας: διηγούνται πως ο Κλαιρ, όταν στερήθηκε την κοινόχρηστη γη, την οποία αγαπούσε τόσο βαθιά που αποτελούσε προέκταση της ίδιας του της ψυχής, οδηγήθηκε στην τρέλα.
Στο Ο Ρομπέν του Άγριου Δάσους [Robin of the Wildwood], η Fire Springs εφηύρε εκ νέου τον θρυλικό παράνομο Ρομπέν των Δασών ως μυθικό φύλακα των δασών. Εμπλουτίσαμε το υλικό που ήταν διαθέσιμο από μεσαιωνικές μπαλάντες με την οικολογική αφήγηση της εξέλιξης των Βρετανικών άγριων δασών, με το Αγγλικό λαϊκό παραμύθι του «Χερν του Κυνηγού», με τα πραγματικά γεγονότα των σαμποτάζ έργων οδοποιίας κατά τη δεκαετία του 1990 από οικολόγους-παγανιστές διαδηλωτές, καθώς και με μοτίβα από Κέλτικους, Γερμανικούς και Ελληνικούς μύθους. Η καταστροφή της δρυός της Δήμητρας από τον Ερυσίχθονα μεταλλάσσεται στην καταστροφή, από τον Γκυ του Γκίσμπορν – τον Νορμανδό εχθρό του Ρομπέν – της μεγάλης δρυός του Σέργουντ, ιερού δέντρου της Ούρσουικ, Κυράς των Άγριων Πλασμάτων, την οποία εμείς φανταστήκαμε ως μια βόρεια συγχώνευση της Δήμητρας και της Άρτεμης.[liv]
Μυθοποιία
Με το ανά-μάγεμα της φύσης, η αφήγηση μπορεί να επιδιώξει – παράλληλα και με άλλες τέχνες, με τη γονική καθοδήγηση, την εκπαίδευση, τη θρησκεία και τις εκστρατείες ενημέρωσης – να καλλιεργήσει μια ευαισθησία που θα περιορίζει την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων από τους ανθρώπους και θα επιδιώκει έναν κόσμο όπου η ανθρωπότητα και η φύση θα μπορούν να ευδοκιμούν μαζί. Ωστόσο, οφείλω να αναγνωρίσω ότι αυτή η ουτοπική φιλοδοξία πηγαίνει ενάντια στο βιολογικό ένστικτο της ανθρώπινης φύσης, το οποίο, στο ατομικό, το οικογενειακό, το εταιρικό ή το κρατικό επίπεδο, είναι να επιδιώκει το προσωπικό, βραχυπρόθεσμο συμφέρον πάνω από οποιαδήποτε άλλη προτεραιότητα. Η διδασκαλία της αγάπης του Χριστού αλλάζει δραστικά αυτή την παρόρμηση, αλλά ωστόσο η ιστορία μάς παρέχει ελάχιστα παραδείγματα όπου η εθελοντική καταπίεση του προσωπικού συμφέροντος να έφτασε ποτέ να χαρακτηρίζει ολόκληρες κοινωνίες. Για αυτό και διατηρώ τις αμφιβολίες μου για αυτή την υπόθεση, στην οποία φαίνεται ίσως να βασίζεται και αυτή η εισήγηση, ότι εάν πρώτα μπορέσουν να μεταμορφωθούν οι καρδιές των ανθρώπων, τότε η οικολογική κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί. Εύγλωττες προειδοποιήσεις για τον αντίκτυπο της βιομηχανικής ανάπτυξης έχουν διατυπωθεί από ευαίσθητες ψυχές, όπως ο Γουίλιαμ Μπλέικ, από την αρχή της βιομηχανικής επανάστασης. Σήμερα είναι πιο δυνατές από ποτέ, και όμως οι ρυθμοί της οικονομικής ανάπτυξης, της πληθυσμιακής αύξησης και της οικολογικής καταστροφής είναι υψηλότεροι παρά ποτέ. Υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις. Επιβάλλονται κανονισμοί, εδραιώνονται προστατευόμενες φυσικές περιοχές, αλλά αυτές οι ασκήσεις περιορισμού των ζημιών από τη μια πλευρά, που θυμίζουν την κιβωτό του Νώε, μοιάζουν να συντρίβονται από τον κατακλυσμό της έξαλλης ανάπτυξης από την άλλη.
Κατά τη μελέτη της παγκόσμιας οικολογικής κρίσης, έχω βιώσει, όπως και άλλοι,[lv] μια υπαρξιακή κρίση ελπίδας. Επιθυμώ ένα ελπιδοφόρο όραμα του μέλλοντος – για τις παρούσες και τις μελλοντικές γενιές, για την βιοποικιλότητα της γης – αλλά δυσκολεύομαι να αποφύγω το συμπέρασμα πως, ότι και να κάνω εγώ και άλλοι που σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο, η κρίση μάλλον θα χειροτερέψει, με τρομερές συνέπειες για μεγάλο μέρος της φύσης και της ανθρωπότητας. Πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσει κανείς μια τέτοια γνώση, πως μπορεί να ζήσει τη ζωή του με χαρά; Ακόμα κι εάν η ανθρωπότητα τελικά βρει έναν τρόπο να συμφιλιώσει τα ένστικτά της με την ευημερία του οικοσυστήματος, μου φαίνεται μάλλον απίθανο ότι η παγκόσμια κατάσταση θα αρχίσει να βελτιώνεται, αντί να χειροτερεύει, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια ζωής όλων των παρόντων σήμερα. Εάν αυτό ισχύει, τότε το εγκόσμιο όραμα της οικοτοπίας μπορεί να ειδωθεί ως ένας μύθος μιας χρυσής εποχής που τοποθετείται όχι στο παρελθόν, αλλά στο μέλλον μετά τον δικό μας θάνατο – όπως η Χριστιανική ελπίδα για «έναν νέο παράδεισο και μια νέα γη».[lvi]
Με το να αμφισβητώ την ίδια μου τη θέση, μήπως έχω υπονομεύσει ολόκληρη την εισήγησή μου; Όχι απαραίτητα. Η ελπίδα δεν θα πρέπει να υποκύπτει σε μια δεξιά καταστροφολογία (Götterdämmerung),[lvii] διότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι μας επιφυλάσσει το μέλλον – σε αυτόν τον κόσμο ή σε οποιονδήποτε άλλον.
Εδώ πρέπει να παραβιάσω τη σύμβαση του ορθολογιστικού υλισμού που είναι καθωσπρέπει στον ακαδημαϊκό λόγο. Προκειμένου να πάρουμε στα σοβαρά τη δουλειά των αφηγητών, δεν θα πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά και τον χώρο του φανταστικού, εκεί όπου το πιθανό δεν περιορίζεται από αυτό που είναι ορατό στον υλικό κόσμο; Η Μάργκαρετ Αλεξίου σημειώνει ότι η πρόθεση «παρά-» σε πολλά ελληνικά είδη αφήγησης – «παράδοση», «παραμύθι», «παραλογή»[lviii] – «σημαίνει το να βγαίνει κανείς από τα φυσιολογικά όρια. Σε αυτά τα είδη αφήγησης, το νόημα βρίσκεται ακριβώς στο χάσμα ανάμεσα στο ‘αληθινό’ και το ‘μη αληθινό’ – δηλαδή, ανάμεσα στην προηγούμενη εμπειρία και το δυνητικό μέλλον.»[lix] Εάν αποδεχτούμε αυτή την ελευθερία, εάν αποφύγουμε να υποβαθμίσουμε τη φαντασία αποκλειστικά σε νευροψυχολογία, τότε το μάγεμα της φύσης από τις ιστορίες στη φαντασία μας μπορεί να μην είναι μόνο ένα εργαλείο για να καλλιεργηθεί η οικολογική ευσπλαχνία – μπορεί να συνεισφέρει σε κάτι που υπερβαίνει τη δική μας θνητή ύπαρξη, που είναι πέρα από τη διάκριση μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Ο Τόλκιν προτείνει ότι η υποδημιουργική τέχνη της μαγείας – όπως ο τρόπος που οι Αβοριγίνες τραγουδούν τη γη σε αέναη δημιουργία – «μπορεί στην πραγματικότητα να βοηθάει στην άνθηση και τον πολλαπλό εμπλουτισμό της πλάσης»:[lx]
Ευλογημένοι είναι οι μυθοπλάστες με τους στίχους τους
για πράγματα που δεν υπάρχουν στη γνωστή ιστορία.
Δεν είναι εκείνοι που ξέχασαν τη Νύχτα,
ή που μας προσκαλούν να καταφύγουμε στις οργανωμένες απολαύσεις,
σε απομονωμένες νησίδες οικονομικής ευδαιμονίας…
Έχουν δει τον Θάνατο και την απόλυτη ήττα,
αλλά ωστόσο δεν θα υποχωρούσαν απελπισμένοι,
αλλά συχνά έχουν στρέψει το τραγούδι τους στη νίκη
και έχουν θερμάνει τις καρδιές με θρυλικές φωτιές,
φωτίζοντας το Τώρα και το Κάποτε,
με φως από ήλιους που άνθρωπος δεν έχει ακόμα δει.[lxi]
Σε αυτό το όραμα, το νόημα του μύθου δεν είναι απλά μια μεταφορά για κάτι μέσα στον κόσμο που γνωρίζουμε, αλλά επίσης και μια σκιώδης νύξη της ευρύτερης πραγματικότητας έξω από τη σπηλιά του Πλάτωνα. Μέσα από τον φακό της φαντασίας, τόσο ο μυθοπλάστης όσο και το κοινό εμπλέκονται μεταφυσικά με αυτόν τον άλλο κόσμο. Φυσικά, εάν αποστραφούμε τελείως από τον υλικό κόσμο, προκειμένου να αδράξουμε μια αλλόκοσμη ελπίδα, το πιθανότερο είναι ότι θα αμελήσουμε τους ηθικούς κανόνες του υλικού κόσμου. Το ουτοπικό βασίλειο του Βασιλιά Αρθούρου διαλύεται όταν οι ιππότες του φεύγουν για να αναζητήσουν το Άγιο Δισκοπότηρο. Δεν πρόκειται για επιλογή: είτε το ένα, είτε το άλλο – αλλά για συνδυασμό: και το ένα, και το άλλο. Και πάλι υπάρχει μια δυαδική αντιπαράθεση που πρέπει να υπερβούμε: Ανάμεσα στο υλικό και το φανταστικό. Ανάμεσα στην ιστορία και τον μύθο. Ανάμεσα στη σάρκα και τον λόγο. Να αναζητήσουμε, ενάντια στα ίδια μας τα βιολογικά ένστικτα, μια αειφόρο ειρήνη με τη φύση, και ταυτόχρονα να σφυρηλατήσουμε την παρηγοριά της ελπίδας, διαμέσου της φαντασίας.
Ευλογημένοι είναι οι άνθρωποι της φυλής του Νώε, που έχτισαν
τις μικρές τους κιβωτούς, αν και αδύναμες και φτωχά γεμισμένες,
και τιμονεύουν μέσα από ενάντιους ανέμους προς ένα φάντασμα,
μια φήμη για ένα λιμάνι που μαντεύουν με την πίστη.[lxii]
Οπότε έχουμε ακόμα ανάγκη του μεγάλους μύθους του θανάτου και της επιστροφής – της Περσεφόνης, του Ορφέα, του Όσιρη, του Βασιλιά Αρθούρου, του Ιησού Χριστού – που μαγεύουν πραγματικά τοπία και προλέγουν ταυτόχρονα τον θάνατο και την επιστροφή της αφθονίας της φύσης, τον θάνατο και την επιστροφή τη δική μας. Κατά πόσον η παρηγοριά που προσφέρουν είναι «απλά» φανταστική ή μια υποψία μια μεγαλύτερης πραγματικότητας, δεν θα το μάθουμε ποτέ με σιγουριά στην αποδώ πλευρά του παραδείσου.
Σημειώσεις
[i] Γκράχαμ Χάρβεϋ, The Killing of the Countryside, Εκδόσεις Vintage, Λονδίνο, 1998; Πήτερ Χόλντεν & Τιμ Κληβς, RSPB Handbook of British Birds, Εκδόσεις Christopher Helm, Λονδίνο, 2002.
[ii] Άντονι Νάνσον, Storytelling and Ecology: reconnecting nature and people through oral narrative, Εκδόσεις Πανεπιστημίου του Glamorgan, Πόντυπριντ, Ουαλία, 2005.
[iii] Μπομ Γκίμπονς, Greece: travellers’ nature guide, Εκδόσεις Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Οξφόρδη, 2003; Δημήτριος Θεοδοσόπουλος, Troubles with Turtles: cultural understandings of the environment on a Greek island, Εκδόσεις Berghahn Books, Νέα Υόρκη, 2005.
[iv] Ωστόσο, πρόσφατες κυβερνητικές πολιτικές έχουν ενθαρρύνει τους αγρότες να αφήνουν ένα μέρος γης ελεύθερο ως τόπο κατοικίας άγριων ζώων.
[v] ‘Οικοτοπία’ = μια οικολογική ουτοπία.
[vi] Θεοδοσόπουλος, όπως ανωτέρω.
[vii] Ιδίου. Λυν Ουάιτ, Νεοτ., ‘The Historical Roots of Our Ecologic Crisis’, στο The Ecocriticism Reader: landmarks in literary ecology, εκδότες Cheryll Glotfelty & Harold Fromm, Εκδόσεις Πανεπιστημίου της Τζώρτζια, Αθήνα, Τζώρτζια, 1996.
[viii] Ντέηβιντ Άμπραμ, The Spell of the Sensuous, Εκδόσεις Vintage Books, Νέα Υόρκη, 1997.
[ix] Σάιμον Σχάμα, Landscape and Memory, Εκδόσεις HarperCollins, Λονδίνο, 1995. Βλέπε επίσης Χιου Μπρόντυ, The Other Side of Eden: hunter-gatherers, farmers, and the shaping of the world, Εκδόσεις Faber & Faber, Λονδίνο, 2002; Ρίτσαρντ Χάινμπεργκ, Memories and Visions of Paradise: exploring the universal myth of a lost golden age, Εκδόσεις Jeremy P. Tarcher, Λος Άντζελες, 1989.
[x] Δημοκρατία του Κονγκό.
[xi] Κόλιν Τέρνμπουλ, The Forest People, Εκδόσεις Pan, Λονδίνο, 1976.
[xii] Μπάρυ Λόπεζ, Arctic Dreams: imagination and desire in a northern landscape, Εκδόσεις Harvill Press, Λονδίνο, 1999, σελ. 201.
[xiii] ‘Πνευματικότητα της κτήσης’ = η παράδοση, εντός της Χριστιανοσύνης, που τιμά τη φύση ως έκφραση του Θεού.
[xiv] Λώρι Λη, Cider with Rosie, Εκδόσεις Penguin Books, Χάρμοντσγουορθ, Αγγλία, 1987.
[xv] Ουάιτ, ‘Historical Roots of Our Ecologic Crisis’, σελ. 10.
[xvi] Χρησιμοποιώ τον όρο ‘μυθοπλάστης’ για να αναφερθώ συλλογικά σε αφηγητές και συγγραφείς ιστοριών.
[xvii] Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, ‘On Fairy-Stories’, στο Tree and Leaf, Εκδόσεις HarperCollins, Λονδίνο, 1988.
[xviii] Άντονι Νάνσον, ‘The Passenger Pigeon’, προφορική αφήγηση. Πηγές: Ντέηβιντ Ντέη, The Doomsday Book of Animals: a unique natural history of three hundred vanished species, Εκδόσεις Ebury Press, Λονδίνο, 1981; Ρόμπερτ Σίλβερμπεργκ, The Dodo, the Auk and the Oryx: vanished and vanishing creatures, Εκδόσεις Penguin Books, Χάρμοντσγουορθ, Αγγλία, 1973.
[xix] Η Βρετανική εταιρεία αφηγητών Fire Springs αποτελείται από τους Κίρστυ Χαρτσιώτης, Κέβαν Μανγουάρινγκ, Ντέηβιντ Μέτκαλφ, Άντονι Νάνσον και Ρίτσαρντ Σέλμπι.
[xx] Μάργκαρετ Αλεξίου. After Antiquity: Greek language, myth, and metaphor, Εκδόσεις του Πανεπιστήμιου Κορνέλ, Ίθακα, Νέα Υόρκη, 2002.
[xxi] Κ. Σ. Λιούις, An Experiment in Criticism, Εκδόσεις του Πανεπιστήμιου του Κέιμπριτζ, Κέιμπριτζ, Αγγλία, 1992, σελ. 140.
[xxii] CGI = εικονογραφία που παράγεται από υπολογιστή.
[xxiii] Άμπραμ, Spell of the Sensuous.
[xxiv] Σύνθια Ουόρντ, ‘What They Told Buchi Emecheta’, Proceedings of the Modern Language Association, 105(1), σελ. 88. Αναφέρεται στο Αλεξίου, After Antiquity.
[xxv] Χιου Λούπτον, The Dreaming of Place: storytelling and landscape, Εταιρεία Αφήγησης, Ρήντινγκ, σελ. 22.
[xxvi] Βλέπε, για παράδειγμα, Έλεν Ηστ και Έρικ Μάντεν, Spirit of the Forest: tree tales from around the world, Εκδόσεις Frances Lincoln, Λονδίνο, 2003.
[xxvii] Ρ. Μ. Ντώκινς, Modern Greek Folktales, Εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Οξφόρδη, 1953.
[xxviii] Μάικλ Φος, Folk Tales of the British Isles, Εκδόσεις Macmillan, Λονδίνο, 1977.
[xxix] Γκουήν Τζόουνς, Welsh Legends and Folk-Tales, Εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Λονδίνο, 1955.
[xxx] Τζεραλντίν ΜακΚάφριαν, 100 World Myths & Legends, Εκδόσεις Orion, Λονδίνο, 2001.
[xxxi] Είμαι υπόχρεος στην Κίρστυ Χαρτσιώτης για αυτή την παρατήρηση.
[xxxii] Ντέηβιντ Ντέη, The World of Tolkien: mythological sources of The Lord of the Rings, Εκδόσεις Mitchell Beazley, Λονδίνο, 2003.
[xxxiii] Τόλκιν, ‘On Fairy-Stories’; ιδίου, ‘Mythopoeia’, στο Tree and Leaf, Εκδόσεις HarperCollins, Λονδίνο, 1988.
[xxxiv] Άμπραμ, Spell of the Sensuous; Μπρους Τσάτγουιν, The Songlines, Εκδόσεις Pan, Λονδίνο, 1988; Τζέιμς Τζ. Κάουαν, The Aborigine Tradition, Εκδόσεις Element, Σάφτσμπουρι, Αγγλία, 1992.
[xxxv] Fire Springs, Arthur’s Dream, παραγωγή αφήγησης (CD, Δισκογραφική Abaris Records, Μπαθ, Αγγλία).
[xxxvi] Πέδρο Ολάλλα, Mythological Atlas of Greece, Εκδόσεις Road, Αθήνα, 2002.
[xxxvii] Ε. Γ. Σόγια, Thirdspace: journeys to Los Angeles and other real-and-imagined places, Εκδόσεις Blackwell, Οξφόρδη, 1996.
[xxxviii] Κάθριν Πάρκερ, ‘Arkadian Landscapes’, Rosetta, 1, σελ. 10–21.
[xxxix] Άντονι Νάνσον, ‘Erysichthon’, προφορική αφήγηση. Πηγές: Οβίδιος, The Metamorphoses, μτφρ. Μαίρη Μ. Ίννες, Εκδόσεις Penguin Books, Χάρμοντσγουορθ, Αγγλία, 1955; Τεντ Ηιουζ, Tales from Ovid, Εκδόσεις Faber & Faber, Λονδίνο, 1997.
[xl] Το Δώτιο πιστεύεται ότι βρισκόταν είτε στην Αγιά είτε στο Συκούριο, και τα δύο κοντά στο όρος Όσσα, στη Θεσσαλία. Βασίλης Αργυρούλης, προσωπική επικοινωνία, 2007.
[xli] Ρ. Μ. Ντώκινς, Forty-Five Stories from the Dodekanese, Εκδόσεις του Πανεπιστήμιου του Κέιμπριτζ, Κέιμπριτζ, Αγγλία, 1950.
[xlii] Μια καινοτομία που εκλάπη από την αφήγηση της ιστορίας από τον Ντέηβιντ Μέτκαλφ.
[xliii] Ρίτσαρντ Μέιμπι, σε συζήτηση με τον Ρίτσαρν Κέριτζ, Φεστιβάλ Λογοτεχνίας του Τσέλτενχαμ, Τσέλτενχαμ, Αγγλία, 10 Οκτωβρίου 2005.
[xliv] ‘Exotika’ = τα μη ανθρώπινα πλάσματα της Ελληνικής λαϊκής παράδοσης.
[xlv] ‘Των Νυμφών’, στο Ορφικοί Ύμνοι, μτφρ. Δ. Π. Παπαδίτσας & Χ. Λαδιά, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα, 1997.
[xlvi] Τζένιφερ Λάρσον, Greek Nymphs: myth, cult, lore, Εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Νέα Υόρκη, 2001.
[xlvii] Σεμπάστιαν Έβανς (μτφρ.), ‘The Elucidation’, στο Sources of the Grail: an anthology, εκδότης John Matthews, Εκδόσεις Floris, Εδιμβούργο, 1996.
[xlviii] Χαρίτα Μένε, Νεοπαγανισμός: η αναγέννηση της αρχαίας θρησκείας, Εκδόσεις Αρχέτυπο, Θεσσαλονίκη, 2000.
[xlix] Λούπτον, Dreaming of Place, σελ. 28–29.
[l] Καλλίμαχος, Hymn to Demeter, εκδότης Neil Hopkinson, Εκδόσεις του Πανεπιστήμιου του Κέιμπριτζ, Κέιμπριτζ, Αγγλία,2004.
[li] Μπάρυ Λόπεζ, Of Wolves and Men, Εκδόσεις Touchstone, Νέα Υόρκη, 1995.
[lii] Χρησιμοποιώ τον όρο «οίκο-βαρδικό» [ecobardic] προκειμένου να αναφερθώ σε μια προσέγγιση της αφηγηματικής, και των τεχνών γενικά, η οποία αναγνωρίζει την κεντρικότητα που έχει στην εποχή μας η σχέση της ανθρωπότητας με το οικοσύστημα, και η οποία εμπνέεται από την παράδοση για να μιλήσει δημιουργικά στο παρόν.
[liii] Μπεν Χάγκαρτυ, προσωπική επικοινωνία, 2007.
[liv] Το όνομα ‘Ούρσουικ’ το δανείστηκε ο Κέβαν Μανγουάρινγκ από τον χαρακτήρα ενός σοφού στο παραμύθι του Χερν του Κυνηγού, και το απέδωσε σε μια Βρετανική θεά των δασών που ορθά λέγεται Αντράστη.
[lv] Φίλιπ Γκούντσαϊλντ, Capitalism and Religion: the price of piety, Εκδόσεις Routledge, Λονδίνο, 2002.
[lvi] Αποκάλυψη 21:1.
[lvii] Χρησιμοποιώ τον όρο ‘Götterdämmerung’ προκειμένου να αναφερθώ στη στάση του να συνεχίζει κανείς να επιδιώκει προκλητικά και καταστροφικά το προσωπικό συμφέρον, με τη λογική ότι η καταστροφή είναι ούτως ή άλλως αναπόφευκτη. Κιμ Στάνλεϊ Ρόμπινσον, Antarctica, Εκδόσεις HarperCollins, Λονδίνο, 1998.
[lviii] Οι όροι «παράδοση», «παραμύθι» και «παραλογή» εμφανίζονται στα Ελληνικά στο πρωτότυπο και μεταφράζονται στην υποσημείωση.
[lix] Αλεξίου, After Antiquity, σελ. 165–6.
[lx] Τόλκιν, ‘On Fairy Stories’.
[lxi] Ιδίου, ‘Mythopoeia’.